- ἀποσεισάμεναι
- ἀποσείωshake offaor part mid fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όμβριος — α, ο (Α ὄμβριος, ία, ον) [όμβρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όμβρο, στη βροχή, ή αυτός που προέρχεται από τον όμβρο, βρόχινος («ἔστιν δ οὐρανίων ὑδάτων ὀμβρίων», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός που προξενεί, που φέρνει βροχή, βροχερός («ἀλλ… … Dictionary of Greek